- ἀπροσφόρους
- ἀπρόσφοροςdangerousmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιλογή — η 1. εκλογή, διάλεγμα, ξεδιάλεγμα, ξεχώρισμα (των καλών βέβαια). 2. (βιολ.), η διάθεση και προσπάθεια που υπάρχει στα ζωικά και φυτικά όντα να διατηρούν τους πιο πρόσφορους για τη ζωή τους χαρακτήρες και να αποβάλλουν τους πιο απρόσφορους. 3. η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)